- κατακλίναι
- κατακλί̱ναῑ , κατακλίνωlay downaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακλῖναι — κατακλίνω lay down aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκλιναι — κατάκλῑναι , κατακλίνω lay down aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλίνω — (AM κατακλίνω) 1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατακλίνομαι ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω μσν. μτφ. παίρνω τον κατήφορο … Dictionary of Greek